- ζωμάρυστρον
- ζωμ-άρυστρον [ᾰ], τό,= ζωμήρυσις, Sch.Ar.Ach.244 (A v.l. -ος, ἡ); spelt [suff] ζώμ-ιστρον, POxy.1289.3 (v A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζωμάρυστρον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωμάρυστρον — ζωμάρυοτρον, τὸ και διάφ. ανόγν. ζωμάρυστρος, ἡ (Α) η ζωμήρυση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωμός + άρυστρον (< αρύω «αντλώ υγρό»), πρβλ. απ άρυστρον] … Dictionary of Greek
σωμάριστρον — τὸ, Α ζωμάρυστρον*. κουτάλα τής σούπας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί ζωμάριστρον / ζωμάρυστρον*] … Dictionary of Greek